ορντινάντσα

ορντινάντσα
η ординарец

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ορντινάντσα" в других словарях:

  • ορντινάντσα — και ορντινάτσα, η βλ. ορδινάτσα …   Dictionary of Greek

  • λακές — ο 1. υπηρέτης που φορά ειδική στολή 2. μτφ. δουλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. laquais < ισπ. (a)lacayo «ιπποκόμος, ορντινάντσα»] …   Dictionary of Greek

  • ορδινάτσα — και ορντινάτσα και ορντινάντσα, η στρατιώτης αποσπασμένος στην προσωπική υπηρεσία αξιωματικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ordinanza] …   Dictionary of Greek

  • ιπποκόμος — ο 1. αυτός που περιποιείται ίππους. 2. στρατιώτης που υπηρετεί αξιωματικό, ορντινάντσα: Ήταν ιπποκόμος του στρατηγού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»